κονιβατία

κονιβατία
κονιβᾰτία, , ([etym.] βαίνω)
A dusty walk, Hp.Vict.3.68 (prob.l. for σχοινοβατίῃσι).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κονιβατία — κονιβατία, ἡ (Α) το να πορεύεται κανείς μέσα σε σκόνη, η πορεία σε σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + βατία (< βατος ή βάτης < βαίνω), πρβλ. νυκτο βατία, χορο βατία] …   Dictionary of Greek

  • κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”